κυψελιδικός

κυψελιδικός
-ή, -ό [κυψελίς]
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κυψελίδες
(«κυψελιδικά νεύρα»)
β) αυτός που παράγεται στις πνευμονικές κυψελίδες (α. «κυψελιδικός ήχος τής αναπνοής»)
2. φρ. φυσιολ. «κυψελιδικός αέρας» — ο αέρας που περιέχεται στις κυψελίδες και έρχεται σε επαφή με το αίμα και ο οποίος διαφέρει από τον ατμοσφαιρικό όταν το άτομο εισπνέει κανονικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”